- ἀνθομολογοῦμαι
- ἀνθομολογέομαιmake a mutual agreementpres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀνθομολογέομαιmake a mutual agreementpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθομολογούμαι — ἀνθομολογοῡμαι, ( έομαι) (Α) 1. κάνω με κάποιον αμοιβαία συμφωνία 2. παραδέχομαι, ομολογώ απερίφραστα 3. συγκατατίθεμαι, συμφωνώ 4. ευχαριστώ, ανταποδίδω ευεργεσία … Dictionary of Greek
συνανθομολογούμαι — έομαι, Α συνομολογώ, συναινώ, συγκατανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνθομολογοῦμαι «παραδέχομαι, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ»] … Dictionary of Greek